μολύβδεος

From LSJ
Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδεος Medium diacritics: μολύβδεος Low diacritics: μολύβδεος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΕΟΣ
Transliteration A: molýbdeos Transliteration B: molybdeos Transliteration C: molyvdeos Beta Code: molu/bdeos

English (LSJ)

α, ον, contr. μολυβδ-οῦς, ῆ, οῦν, A leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Thphr.Od.41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.

German (Pape)

[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.

Greek Monolingual

μολύβδεος και μολίβδεος, -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, -ή, -οῡν (Α)
μολύβδινος, από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -εος (πρβλ. αργύρ-εος, χρύσ-εος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος].