μοναστήριος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
α, ον, A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D. II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475. 2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυσ-τήριος)].