νέρτατος
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
English (LSJ)
η, ον, A = ἐνέρτατος, lowest, Hsch.
German (Pape)
[Seite 246] = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νέρτατος: -η, -ον, = ἐνέρτατος, «ἔσχατος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νέρτατος, -άτη, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνέρτατος, ἔσχατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του νέρτερος].