ξενοδοχεῖον
From LSJ
ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
English (LSJ)
τό, A place for strangers to lodge in, inn, Jul.Ep.84a, Cod.Just.1.2.15.1, Just.Nov.120.1 Intr., PSI4.284.2, Suid., etc.
German (Pape)
[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, ἔνθα διαμένουσι ξένοι, κατάλυμα, πανδοχεῖον, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 49., Σουΐδ., κτλ.: ξενὼν εἶναι ἡ δόκιμος λέξις.