ξυλοκατασκεύαστος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ον, A made of wood, Sch. Lyc.361.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκατασκεύαστος: -ον, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, Σχόλ. Λυκόφρ. 361· ὡσαύτως ξυλοκατάσκευος, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς τοῦ Νικήτ. Χρον. 404D.
Greek Monolingual
ξυλοκατασκεύαστος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ξύλο.