ξυστάρχης

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστάρχης Medium diacritics: ξυστάρχης Low diacritics: ξυστάρχης Capitals: ΞΥΣΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: xystárchēs Transliteration B: xystarchēs Transliteration C: ksystarchis Beta Code: custa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ξυστός) A president of an athletic association, ὃν βασιλῆς… στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc. ; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995· ξυσταρχία, 3206Β.

Greek Monolingual

ξυστάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ-άρχης].