οἰωνοσκοπία

From LSJ
Revision as of 16:31, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοσκοπία Medium diacritics: οἰωνοσκοπία Low diacritics: οιωνοσκοπία Capitals: ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: oiōnoskopía Transliteration B: oiōnoskopia Transliteration C: oionoskopia Beta Code: oi)wnoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, A augury, D.H.3.47.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοσκοπία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ ἀσχολία τοῦ οἰωνοσκόπου, Διον. Ἁλ. 3. 47, 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction d’augure ; observation que font les augures.
Étymologie: οἰωνοσκόπος.

Greek Monolingual

η (Α οἰωνοσκοπία) οιωνοσκόπος
κλάδος της μαντικής που βασιζόταν στην παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη όσων πρόκειται να συμβούν.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοσκοπία: ἡ птицегадание Plut.