πάνθοινος

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνθοινος Medium diacritics: πάνθοινος Low diacritics: πάνθοινος Capitals: ΠΑΝΘΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pánthoinos Transliteration B: panthoinos Transliteration C: panthoinos Beta Code: pa/nqoinos

English (LSJ)

ον (and η, ον, v. infr.), (θοίνη) A feasting high or splendidly, δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.H.2.221; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.

German (Pape)

[Seite 460] vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανθοινία, Opp. Hal. 2, 221.

Greek (Liddell-Scott)

πάνθοινος: -ον, (θοίνη) πλήρης παντὸς εἴδους ἐδεσμάτων, π. δαὶς = πανθοινία, Βάβρ. παρὰ Σουΐδ. (ἔνθα πανθοίνην)· π. τράπεζα Ὀππ. Ἁλ. 2. 221.

Greek Monolingual

-οίνη, -ον, θηλ. και -ος, Α
γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ-θοινος)].

Russian (Dvoretsky)

πάνθοινος: пышный, роскошный (δαίς Babr.).