πήμων
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A baneful, Orph. Εὐχή 31.
German (Pape)
[Seite 611] ον, schädlich, Leid zufügend, Orph. H. 1, 31. Vgl. ἀπήμων.
Greek (Liddell-Scott)
πήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὀλέθριος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 31· πρβλ. ἀπήμων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
ολέθριος, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -πήμων (< πῆμα), πρβλ. α-πήμων, δενδρο-πήμων κ.λπ.].