παντεπόπτης
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ου, ὁ, A all-seeing, Vett.Val.1.4, al., JRS18.173 (Jerash), Procl. in Prm. p.820S., Sch.Ar.Ach.434:—written παντ-εφόπτης, Tab.Defix.Aud.271.36 (Hadrumetum, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 463] = πανεπόπτης, Ζεύς Schol. Ar. Ach. 434, u. bes. K. S., die auch davon das adj. παντεποπτικός bilden.
Spanish
Greek Monolingual
και παντεφόπτης, ό, Α
1. αυτός που επιβλέπει τα πάντα, πανόπτης
2. προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἐπόπτης.