παντότης
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ητος, ἡ, A all-ness, i. e. integrality, opp. ὁλότης (whole-ness, totality), Dam.Pr.158,al., Simp.in Ph.785.8; ἡ π. ἡ νοητή Procl. in Ti.1.426, cf. ib.390.
German (Pape)
[Seite 465] ητος, ἡ, die Allheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντότης: -ητος, ἡ, ἐκεῖνο ὅπερ πᾶν λέγομεν, Δαμασκ. ἐν Wolf’s An. 3. 196, A. B. τ. 3, σ. 1408.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α [[πας, παντός]]
η ιδιότητα του παντός.