παραθερίζω

From LSJ
Revision as of 19:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθερίζω Medium diacritics: παραθερίζω Low diacritics: παραθερίζω Capitals: ΠΑΡΑΘΕΡΙΖΩ
Transliteration A: paratherízō Transliteration B: paratherizō Transliteration C: paratherizo Beta Code: paraqeri/zw

English (LSJ)

A graze in passing, in poet. aor. 1 παρέθρισα, A.R.2.601, Q.S.6.629 (tm.).

German (Pape)

[Seite 478] zsgz. παραθρίζω, nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603.

Greek (Liddell-Scott)

παραθερίζω: ἀποκόπτω τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, ἔμπης δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν ἄκρα κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. παρατέμνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
περνώ το θέρος ή μέρος του θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό
αρχ.
αποκόπτω καθώς διαβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α)- + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν Μεσολογγίου].