παχυδάκτυλος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ον, A thick-fingered, Polem.Phgn.86.
German (Pape)
[Seite 539] dickfingerig, Polemo.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους παχεῖς, Πολέμων. Φυσιογν. σ. 310.
Greek Monolingual
-η, -ο / παχυδάκτυλος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει παχιά δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + δάκτυλος (πρβλ. τετρα-δάκτυλος)].