περίδραξις

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίδραξις Medium diacritics: περίδραξις Low diacritics: περίδραξις Capitals: ΠΕΡΙΔΡΑΞΙΣ
Transliteration A: perídraxis Transliteration B: peridraxis Transliteration C: peridraksis Beta Code: peri/dracis

English (LSJ)

εως, ἡ, A grasping with the hands, τινος Plu.2.392b, cf. 979d.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Umfassen mit den Händen, Plut. de εἰ ap. Delph. 18.

Greek (Liddell-Scott)

περίδραξις: ἡ, τὸ περιδράττεσθαι, Πλούτ. 2. 392Α, πρβλ. 979D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de saisir avec la main.
Étymologie: περιδράσσομαι.

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ περιδράσσομαι
η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις»)
αρχ.
το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι.

Russian (Dvoretsky)

περίδραξις: εως ἡ схватывание, обхватывание Plut.