πεντάλιτρος

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰλῑτρος Medium diacritics: πεντάλιτρος Low diacritics: πεντάλιτρος Capitals: ΠΕΝΤΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: pentálitros Transliteration B: pentalitros Transliteration C: pentalitros Beta Code: penta/litros

English (LSJ)

ον, A weighing five λῖτραι or pounds, Id.4.173.

German (Pape)

[Seite 556] fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάλιτρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε λιτρῶν, Πολυδ. Δ΄, 173.

Greek Monolingual

και πεντέλιτρος -ον, Α
1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον
βάρος πέντε λιτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- πέντε- + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά-λιτρος].