περιπηγής

From LSJ
Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπηγής Medium diacritics: περιπηγής Low diacritics: περιπηγής Capitals: ΠΕΡΙΠΗΓΗΣ
Transliteration A: peripēgḗs Transliteration B: peripēgēs Transliteration C: peripigis Beta Code: periphgh/s

English (LSJ)

ές, A congealed around, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.Al. 107.

German (Pape)

[Seite 587] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.

Greek (Liddell-Scott)

περιπηγής: -ές, ὁ πεπηγμένος περί τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «ἐπεὶ περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ δάκρυον τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής].