πετηλίς

From LSJ
Revision as of 20:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηλίς Medium diacritics: πετηλίς Low diacritics: πετηλίς Capitals: ΠΕΤΗΛΙΣ
Transliteration A: petēlís Transliteration B: petēlis Transliteration C: petilis Beta Code: pethli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέτᾰλον.

Greek (Liddell-Scott)

πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].