περιρρεπής

From LSJ
Revision as of 20:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρεπής Medium diacritics: περιρρεπής Low diacritics: περιρρεπής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: perirrepḗs Transliteration B: perirrepēs Transliteration C: perirrepis Beta Code: perirreph/s

English (LSJ)

ές, A falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρεπής: -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντίθετ. τῷ ἰσόρροπος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.

Greek Monolingual

-ές, Α περιρρέπω
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, αυτός που με την κλίση του ασκεί πίεση προς το ένα μέρος («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50.