πολυδωρία
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ἡ, A open-handedness, X.Cyr.8.2.7, Poll.3.118.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, das Vielschenken, die Freigebigkeit, Xen. Cyr. 8, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδωρία: ἡ, ἐλευθεριότης, γενναιοδωρία, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7, Πολυδ. Γ΄, 118.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grande libéralité, munificence.
Étymologie: πολύδωρος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύδωρος
γενναιοδωρία.
Greek Monotonic
πολῠδωρία: ἡ, γενναιδωρία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυδωρία: ἡ щедрость Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυδωρία -ας, ἡ [πολύδωρος] vrijgevigheid.