πολύυμνος
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ον, A abounding in songs, much sung of, famous, θεὸς π., of Dionysus, E.Ion1074 (lyr.), cf. h.Hom.26.7; πόρνη Anacr.159; Ἀθῆναι Ar.Eq.1328; θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.244.
Greek (Liddell-Scott)
πολύυμνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὕμνους, πολύς· ἐν ὕμνοις, ὑμνούμενος πολύ, περίφημος, θεὸς π., ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἴων 1074, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. 25, 7· Ἀθῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1328.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύυμνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υμνηθεί, εγκωμιαστεί πολύ, ο πολυύμνητος («Ἀθήναις ταῑς πολυύμνοις», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -υμνος (< ὕμνος), πρβλ. εύ-υμνος].
Greek Monotonic
πολύυμνος: -ον, υμνούμενος, περίφημος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύυμνος -ον [πολύς, ὕμνος] veel bezongen.
Middle Liddell
πολύ-υμνος, ον,
much sung of, famous, Eur., Ar.