ποταινί
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
Adv. A recently (glossed προσφάτως), Zonar.
German (Pape)
[Seite 688] adv., so eben, Zon., zw.
Greek Monolingual
και προταινί και βοιωτ. τ. προτηνί επίρρ. Α
πρόσφατα, προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ-ται-νί (ἡμέραι) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό, το θηλ. άρθρο ταί (επικός και ιων. τ. του αἱ) και το μόριο -νι (βλ. λ. -νε), ενώ οι τ. ποταινί / ποταίνιος < ποτι-ται-νί με συλλαβική ανομοίωση].