προβάτερον

From LSJ
Revision as of 21:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτερον Medium diacritics: προβάτερον Low diacritics: προβάτερον Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΡΟΝ
Transliteration A: probáteron Transliteration B: probateron Transliteration C: provateron Beta Code: proba/teron

English (LSJ)

A ν. πρόβατον 1.2.

Greek Monolingual

Α πρόβατον
(κωμική λ.) επίθ. συγκριτ. βαθμ. που χρησιμοποιήθηκε στην παροιμ. φρ. προβάτου προβάτερον προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος είναι πιο ανόητος και από πρόβατο.