προβατοδόρας

From LSJ
Revision as of 21:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοδόρας Medium diacritics: προβατοδόρας Low diacritics: προβατοδόρας Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΔΟΡΑΣ
Transliteration A: probatodóras Transliteration B: probatodoras Transliteration C: provatodoras Beta Code: probatodo/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, A sheep-flayer, name of the month Αηναιών, Procl.ad Hes.Op.502.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοδόρας: -ου, ὁ, ὁ ἐκδέρων τὰ πρόβατα, ἕτερον ὄνομα τοῦ μηνὸς Ληναιῶνος, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ο γδάρτης προβάτων
2. άλλη ονομασία για τον μήνα του ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος του αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -δόρας / -δόρος (< δορός / δορά < δέρω «γδέρνω»)].