προβατοδόρας
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ου, ὁ, A sheep-flayer, name of the month Αηναιών, Procl.ad Hes.Op.502.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοδόρας: -ου, ὁ, ὁ ἐκδέρων τὰ πρόβατα, ἕτερον ὄνομα τοῦ μηνὸς Ληναιῶνος, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ο γδάρτης προβάτων
2. άλλη ονομασία για τον μήνα του ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος του αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -δόρας / -δόρος (< δορός / δορά < δέρω «γδέρνω»)].