προδιασπείρω
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
A disseminate beforehand, λόγον Arist.Ath.14.4.
Greek Monolingual
Α
διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»].