προβατοτροφία

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοτροφία Medium diacritics: προβατοτροφία Low diacritics: προβατοτροφία Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: probatotrophía Transliteration B: probatotrophia Transliteration C: provatotrofia Beta Code: probatotrofi/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ, A keeping of sheep, prob. in Supp.Epigr.2.579.8 (Teos, iv B.C.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, προβατοτρόφος
ιων. τ. προβατοτροφίη Α
εκτροφή προβάτων
νεοελλ.
(ιδίως) η εκτροφή προβάτων με σκοπό την αναπαραγωγή, προβατοκομία.