προεκλάμπω
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
A shine out before, Them.Or.16.201d.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλάμπω: ἐκλάμπω πρότερον, Θεμίστ. 201D, Συλλ. Ἐπιγρ. 8808.
Greek Monolingual
Α
εκλάμπω, φωτίζω προηγουμένως με τη λάμψη μου.