προεκλάμπω
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
shine out before, Them.Or.16.201d.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλάμπω: ἐκλάμπω πρότερον, Θεμίστ. 201D, Συλλ. Ἐπιγρ. 8808.
Greek Monolingual
Α
εκλάμπω, φωτίζω προηγουμένως με τη λάμψη μου.