προχωννύω
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
pf. -κέχωκα, A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30. II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.
Greek Monolingual
Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].