πυκνόπνοια
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ἡ, A rapid respiration, Gal.17(2).128.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ταχεία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -πνοια (< -πνους < πνέω)].