πωρίασις
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
εως, ἡ, A callus on the eyelid, Gal.14.767.
Greek (Liddell-Scott)
πωρίᾱσις: -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α
απόστημα τών οστών του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πωριῶ < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ, ναυτ-ιῶ].