Full diacritics: πτωχίζω | Medium diacritics: πτωχίζω | Low diacritics: πτωχίζω | Capitals: ΠΤΩΧΙΖΩ |
Transliteration A: ptōchízō | Transliteration B: ptōchizō | Transliteration C: ptochizo | Beta Code: ptwxi/zw |
A make poor, Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει LXX 1 Ki. 2.7.
[Seite 812] zum Bettler machen, LXX.
πτωχίζω: μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).
Α πτωχός
καθιστώ φτωχό, φτωχαίνω κάποιον.