πόλιον

From LSJ
Revision as of 22:51, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόλιον Medium diacritics: πόλιον Low diacritics: πόλιον Capitals: ΠΟΛΙΟΝ
Transliteration A: pólion Transliteration B: polion Transliteration C: polion Beta Code: po/lion

English (LSJ)

τό, A hulwort, Teucrium Polium, said to cause caprification, Thphr.HP2.8.3, cf. 1.10.4, 7.10.5, Nic.Th.64, Orph.A.919, Dsc.3.110, Gal.6.731. 2 π. θαμνωδέστερον, Teucrium creticum, Dsc. l. c. 3 = ἕρπυλλος, Ps.-Dsc.3.38. (Cf. πολιόφυλλον.)

German (Pape)

[Seite 655] τό, ein stark riechendes Kraut, polium, nach seinen grau-grünen Blättern benannt; Nic. Th. 64; Theophr. u. Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πόλιον: τό, ἀρωματικόν τι φυτόν, ἴσως τὸ Teucrium polium, καὶ ποιωδῶν ἀείζωον, πόλιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού
2. το φυτό έρπυλλος
3. φρ. «πόλιον θαμνωδέστερον» — το φυτό τεύκριον το κρητικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πολιός, με αναβιβασμό τόνου. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματος του άνθους του].

Russian (Dvoretsky)

πόλιον: τό бот. предполож. дубровка (Teucria polium или Veronica chamaedrys) Plut.