σιδηροκατάδικος

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκατάδῐκος Medium diacritics: σιδηροκατάδικος Low diacritics: σιδηροκατάδικος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sidērokatádikos Transliteration B: sidērokatadikos Transliteration C: sidirokatadikos Beta Code: sidhrokata/dikos

English (LSJ)

ον, A condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.

German (Pape)

[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.