σκάφευσις
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
εως, ἡ, A = σκαφεία, Suid. II a cruel method of execution (cf. σκαφεύω), Eun.VS p.478 B., Tz.H.10.883.
German (Pape)
[Seite 890] ἡ, qualvolle Todesstrafe bei den Persern, Sp., s. σκαφεύω. ἡ, = σκαφεία, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σκάφευσις: ἡ, σκαφεία, Σουΐδ. ΙΙ. σκληρὸς τρόπος θανατώσεως, ἴδε σκαφεύω, Εὐνάπ. σελ.59, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 885.