σκληρυντικός
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ή, όν, A hardening, Dsc.1.39, Gal.11.710.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, verhärtend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρυντικός: -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ σκληρύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.