σκληροκοίλιος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ον, A costive, Dsc. 5.19, Aët.7.10.
German (Pape)
[Seite 900] hartleibig, mit hartem Unterleibe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκοίλιος: -ον, δυσκοίλιος, Διοσκ. 5. 27.
Greek Monolingual
-ον, Α
δυσκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοίλιος (< κοιλία)].