Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκορπιστής

From LSJ
Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιστής Medium diacritics: σκορπιστής Low diacritics: σκορπιστής Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: skorpistḗs Transliteration B: skorpistēs Transliteration C: skorpistis Beta Code: skorpisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.