στενώδης
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ες, A somewhat narrow, αὐχήν interpol.in Peripl.M.Eux. 58.
German (Pape)
[Seite 936] ες, wie eine Enge, etwas eng, Erkl. von ἰσθμοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στενώδης: -ες, (στένος) κἄπως στενός, ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.