στρεπτίνδα

From LSJ
Revision as of 09:49, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεπτίνδᾰ Medium diacritics: στρεπτίνδα Low diacritics: στρεπτίνδα Capitals: ΣΤΡΕΠΤΙΝΔΑ
Transliteration A: streptínda Transliteration B: streptinda Transliteration C: streptinda Beta Code: strepti/nda

English (LSJ)

Adv., a game in which a piece of money, shell, or the like, being laid down, was to be struck by another A so as to be made to turn over, Id.9.110,117.

German (Pape)

[Seite 953] adv., Umwendens, ein Kinderspiel, bei dem ein liegendes Stück Holz mit einem darnach geworfenen umgewandt werden mußte, Poll. 9, 117.

Greek (Liddell-Scott)

στρεπτίνδᾰ: Ἐπίρρ. (στρέφω) παιδιά, καθ’ ἣν νόμισμα, ὄστρακον ἢ τι τοιοῦτον ἐτίθετο κατὰ γῆς καὶ ἐπλήττετο δι’ ἑτέρου ὅπως ἀναστραφῇ, Πολυδ. Θ΄, 110, 117.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. παιχνίδι κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο έδαφος όρθιο ένα νόμισμα ή ένα όστρακο και το σημάδευαν με ένα άλλο αντίστοιχο, έτσι ώστε να το κάνουν να στραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].