συκώδης

From LSJ
Revision as of 10:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκώδης Medium diacritics: συκώδης Low diacritics: συκώδης Capitals: ΣΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sykṓdēs Transliteration B: sykōdēs Transliteration C: sykodis Beta Code: sukw/dhs

English (LSJ)

ες, A fig-like, γλυκύτης Arist.HA623b24; ὄγκος Gal.12.822; ἐπαναστάσεις σ., of warts or piles, Orib.Syn.8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. σῦκον 11. II = συκοφαντώδης, Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.

German (Pape)

[Seite 974] ες, feigenartig; z. B. γλυκύτης, Arist. H. A. 9, 40; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῦκον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. σῦκον ΙΙ. ΙΙ. συκοφαντικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.

Greek Monolingual

-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ σῡκον
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα του σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.

Russian (Dvoretsky)

σῡκώδης: как у фиги, фиговый (γλυκύτης Arst.).