συνοικητήρ

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικητήρ Medium diacritics: συνοικητήρ Low diacritics: συνοικητήρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΗΡ
Transliteration A: synoikētḗr Transliteration B: synoikētēr Transliteration C: synoikitir Beta Code: sunoikhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A house-fellow, λιμός, ἐχθρὸς σ. Semon.7.102.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικητήρ: ῆρος, ὁ, σύνοικος, συγκάτοικος, Λατιν. contubernalis, λιμός, ἐχθρὸς σ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 102· ― οὕτω συνοικήτωρ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 833.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τηρ (πρβλ. κινη-τήρ)].