συνομιλητής
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A companion, Elias in Porph.15.27: metaph. of books, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20: fem. συνομῑλ-ήτρια, Hsch. s.v. συνεψία.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ συνομιλῶ
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς
2. (διπλ.-πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες
αρχ.
σύντροφος, φίλος.