συνομιλητής

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλητής Medium diacritics: συνομιλητής Low diacritics: συνομιλητής Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synomilētḗs Transliteration B: synomilētēs Transliteration C: synomilitis Beta Code: sunomilhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A companion, Elias in Porph.15.27: metaph. of books, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20: fem. συνομῑλ-ήτρια, Hsch. s.v. συνεψία.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ συνομιλῶ
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς
2. (διπλ.-πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες
αρχ.
σύντροφος, φίλος.