συντρώγω

From LSJ
Revision as of 11:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρώγω Medium diacritics: συντρώγω Low diacritics: συντρώγω Capitals: ΣΥΝΤΡΩΓΩ
Transliteration A: syntrṓgō Transliteration B: syntrōgō Transliteration C: syntrogo Beta Code: suntrw/gw

English (LSJ)

A eat together, Tz.H.10.637.

Greek (Liddell-Scott)

συντρώγω: τρώγω ὁμοῦ, ἄρτον τυχόντα… συντρώγοντα Τζέτζ. Ἱστ. 10. 638.

Greek Monolingual

ΝΜ
τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα
μσν.
τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους.