τετράσκαλμος

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσκαλμος Medium diacritics: τετράσκαλμος Low diacritics: τετράσκαλμος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: tetráskalmos Transliteration B: tetraskalmos Transliteration C: tetraskalmos Beta Code: tetra/skalmos

English (LSJ)

ον, A four-oared, D.S.40.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντά-σκαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

τετράσκαλμος: с четырьмя уключинами, т. е. четырехвесельный (τὰ πλοῖα Diod.).