τετραφάρμακος

From LSJ
Revision as of 13:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰφάρμᾰκος Medium diacritics: τετραφάρμακος Low diacritics: τετραφάρμακος Capitals: ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: tetraphármakos Transliteration B: tetrapharmakos Transliteration C: tetrafarmakos Beta Code: tetrafa/rmakos

English (LSJ)

ον, A compounded of four drugs:—as Subst., τετραφάρμακος, ἡ, a compound of wax, tallow, pitch, resin, Meno Iatr. 14.19, Ph.1.433 (= Stoic.2.154), Gal.1.242; also -κον, τό, Id.12.328. II -κος, ἡ, metaph., of the first four Κύριαι Δόξαι of Epicurus, Phld.Herc.1005.4.

German (Pape)

[Seite 1100] aus vier Heilmitteln zusammengesetzt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων φαρμάκων· ὡς οὐσ. τετραφάρμακος, ἡ, ἢ -φάρμακον, τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, στέατος, πίσσης καὶ ῥητίνης, Φίλων 1. 433, Γαλην., Ἐρωτιαν. 308 ἐν λ. πισσήρην, ἣν ἑρμηνεύει: «κηρωτήν, τὴν τετραφάρμακον καλουμένην».

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.τετραφάρμακος
α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη
β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» του Επικούρου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον
το παραπάνω είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάρμακον (πρβλ. πεντα-φάρμακος)].