Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: τοξοθήκη | Medium diacritics: τοξοθήκη | Low diacritics: τοξοθήκη | Capitals: ΤΟΞΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: toxothḗkē | Transliteration B: toxothēkē | Transliteration C: toksothiki | Beta Code: tocoqh/kh |
ἡ, A bowcase, quiver, Sch.Ar.Th.1209.
[Seite 1128] ἡ, Bogen-, Pfeilbehälter, Schol. Ar. Thesm. 1209.
τοξοθήκη: ἡ, θήκη τόξου ἢ βελῶν, φαρέτρα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1209.
η, Ν
θήκη τόξου ή βελών, φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + θήκη.