τυμπανίας

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνίας Medium diacritics: τυμπανίας Low diacritics: τυμπανίας Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΑΣ
Transliteration A: tympanías Transliteration B: tympanias Transliteration C: tympanias Beta Code: tumpani/as

English (LSJ)

ου, Ion. τυμπᾰν-ίης, ὁ, A = τυμπανοειδής, ὕδρωψ a kind of dropsy in which the belly is stretched tight like a drum, Gal.19.424, Aret.SD2.1. II one who suffers from τυμπανίας ὕδρωψ, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνίας: -ου, ὁ, = τυμπανοειδής· - ὁ τυμπανίας (ἐξυπακ. ὕδρωψὕδερος), εἶδος ὕδρωπος καθ’ ὃν ἡ κοιλία ἐξοιδαίνεται καὶ ἐκτείνεται τὸ δέρμα ἰσχυρῶς ὡς τὸ τοῦ τυμπάνου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθῶν 2. 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τυμπανίης Α
φρ. «τυμπανίας ύδρωψ» — είδος υδρωπικίας κατά την οποία πρήζεται η κοιλιά και τεντώνεται το δέρμα όπως το τύμπανο
αρχ.
αυτός που υποφέρει από την παραπάνω αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίας (πρβλ. ἀστερ-ίας)].