τρύος

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύος Medium diacritics: τρύος Low diacritics: τρύος Capitals: ΤΡΥΟΣ
Transliteration A: trýos Transliteration B: tryos Transliteration C: tryos Beta Code: tru/os

English (LSJ)

εος, τό, (τρύω) A = πόνος, distress, toil, labour, Call. ap. Et.Gen. ( = Powell Coll.Alex.p.96).

German (Pape)

[Seite 1156] τό, = πόνος, Drangsal, Mühsal, Arbeit, Anon. im E. M. 94, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τρύος: τό, (τρύω) = πόνος, κόπος, μόχθος, ἀνώνυμος Ποιητὴς παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 94. 42.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) κόπος, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ., παρ. του ρ. τρύω, ο οποίος διατηρεί τη σημ. «βασανίζω, ενοχλώ» του ρήματος].