φιληλιαστής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who delights in the trials of the Heliaea, Ar.V.88.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der gern Richter, bes. in der Heliäa ist, Ar. Vesp. 88.
Greek (Liddell-Scott)
φῐληλιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ παρευρίσκηται εἰς τὰς δίκας τοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, φιλόδικος, Ἀριστοφ. Σφ. 88.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui aime à siéger comme héliaste.
Étymologie: φίλος, ἡλιαστής.
Ant. ἀπηλιαστής.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που του αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας
2. (κατ' επέκτ.) φιλόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἡλιαστής «δικαστής του δικαστηρίου της Ηλιαίας»].
Greek Monotonic
φῐληλῐαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που απολαμβάνει να βρίσκεται στις δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φῐλ-ηλιαστής, οῦ, ὁ,
one who delights in the trials of the court Heliaea, Ar.