φλοιορραγής

From LSJ
Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλοιορρᾰγής Medium diacritics: φλοιορραγής Low diacritics: φλοιορραγής Capitals: ΦΛΟΙΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: phloiorragḗs Transliteration B: phloiorragēs Transliteration C: floiorragis Beta Code: floiorragh/s

English (LSJ)

ές, A with the bark or rind burst, Thphr.HP4.15.2, CP3.18.3, Dsc.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιορρᾰγής: -ές, ὁ ἔχων τὸν φλοιὸν διερρωγότα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 15, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 3, Διοσκ. Ι, 12.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. πυρι-ρραγής, ψυχο-ρραγής].